- προεκφοβησις
- προεκφόβησιςπρο-εκφόβησις-εως ἥ ранее внушенный страх Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκφόβησις — ήσεως, ἡ, Α [προεκφοβῶ] ο εκφοβισμός κάποιου εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προεκφοβήσεως — προεκφοβήσεω̆ς , προεκφόβησις previous panic fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)